- βηματόμετρο(ν)
- το шагомер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βηματόμετρο — το όργανο που μοιάζει με ρολόι και μετρά τα βήματα πεζού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρομογράφος — ο βηματόμετρο* … Dictionary of Greek